στρίφω
Смотреть что такое "στρίφω" в других словарях:
στρίφω — Ν βλ. στρίβω … Dictionary of Greek
στρίφω — βλ. στρίβω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρίβω — και στρίφτω και στρίφω Ν 1. συστρέφω, περιστρέφω κάτι («κι εκείνος τ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι», δημ. τραγούδι) 2. (αμτβ.) α) κάνω στροφή, συστρέφομαι («δεν ξέρω πώς έστριψε το τιμόνι, αφού δεν τό κούνησα») β) αλλάζω μέτωπο, μεταβάλλω… … Dictionary of Greek
στριφογυρίζω — και στρεφογυρίζω και στριφογυρνώ και ιδιωμ. προφ. στρουφογυρίζω Ν 1. θέτω κάτι σε περιστροφική κίνηση, κάνω κάτι να γυρίζει γύρω γύρω, τό περιστρέφω 2. (αμτβ.) στρέφομαι εδώ και εκεί με ανησυχία («εις το πολύαστρον τού αιθέρος τα μάτια… … Dictionary of Greek
στριφτός — ή, ό, Ν [στρίβω / στρίφω] 1. στριμμένος, συνεστραμμένος («στριφτή κλωστή») 2. το ουδ. ως ουσ. το στριφτό τσιγάρο φτειαγμένο με το χέρι. επίρρ... στριφτά Μ με στριφτό τρόπο … Dictionary of Greek
στριφόκερος — ο, Ν ποικιλία προβάτου με όρθια και σπειροειδή κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρίφω / στρίβω + κερος (< κέρας)] … Dictionary of Greek
στριφώνω — Ν διπλώνω και ράβω την άκρη υφάσματος για να μην ξεφτίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρίφω, άλλο τ. τού στρίβω* + κατάλ. ώνω] … Dictionary of Greek